- προγενής
- -ές, Α1. ο γεννημένος πρωτύτερα2. (κατ' επέκτ.) παλαιός, αρχαίος, πανάρχαιος («ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῑς, ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλων», Σοφ.)3. προηγούμενος4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγενεῑςοι παλαιότεροι άνθρωποι, αυτοί που έζησαν σε προγενέστερες εποχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. υστερο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.